- σταφυλοβολεῖον
- στᾰφῠλο-βολεῖον, τό, Poll.7.151, 10.129; and [suff] στᾰφῠλο-βόλιον, Id.1.245, AB303,A vat or basket in which grapes are put for pressing.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταφυλοβολεῖον — vat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοβολείον — και σταφυλοβόλιον, τὸ, Α [σταφυλοβόλος] ο ληνός, το πατητήρι … Dictionary of Greek